Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντηρητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
συντηρητικό
-
συντηρητής
-
συντριπτικός
-
συνταγματικός
-
παρατηρητικός
-
συνθετικός
-
συντηρώ
-
συγκινητικός
-
συμπαθητικός
-
συνολικός
)
Συνώνυμα
παραδοσιακός
συντηρητικός
αμετακίνητος
3
Αντώνυμα
προοδευτικός
νεωτεριστικός
ριζοσπαστικός
3
Ορισμός
που τείνει να διατηρεί τις παλιές παραδόσεις και αξίες και να αντιτίθεται σε αλλαγές
που χαρακτηρίζεται από τη διατήρηση των υπαρχουσών συνθηκών ή καταστάσεων
2
Παραδείγματα
Ο συντηρητικός πολιτικός υποστήριζε την παλιά οικονομική πολιτική.
Η συντηρητική οικογένεια δεν δέχτηκε τις σύγχρονες τάσεις.
2