1. Συνώνυμα
    • παραδοσιακός
    • συντηρητικός
    • αμετακίνητος
    3
  2. Αντώνυμα
    • προοδευτικός
    • νεωτεριστικός
    • ριζοσπαστικός
    3
  3. Ορισμός
    • που τείνει να διατηρεί τις παλιές παραδόσεις και αξίες και να αντιτίθεται σε αλλαγές
    • που χαρακτηρίζεται από τη διατήρηση των υπαρχουσών συνθηκών ή καταστάσεων
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο συντηρητικός πολιτικός υποστήριζε την παλιά οικονομική πολιτική.
    • Η συντηρητική οικογένεια δεν δέχτηκε τις σύγχρονες τάσεις.
    2