Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνολικός (επίθετο) - (παρόμοια:
συμβολικός
-
σχολικός
-
ολικός
-
συνθετικός
-
πολικός
-
βολικός
-
συνοδός
-
συντριπτικός
-
συντηρητικός
)
Συνώνυμα
ολικός
συγκεντρωτικός
ολοκληρωτικός
3
Αντώνυμα
μερικός
επιλεκτικός
ατομικός
3
Ορισμός
που αφορά το σύνολο ή την ολότητα
που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ή τα στοιχεία
που χαρακτηρίζεται από πληρότητα και ολοκληρωτικότητα
3
Παραδείγματα
Η συνολική αξία της περιουσίας είναι μεγάλη.
Έκανε μια συνολική αξιολόγηση της κατάστασης.
Το συνολικό ποσό των δαπανών ήταν μεγαλύτερο από το αναμενόμενο.
3