Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχετίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
σχηματίζομαι
-
σκοτίζομαι
-
σκίζομαι
-
χτίζομαι
-
ταυτίζομαι
-
στηρίζομαι
-
σώζομαι
-
σκαρφίζομαι
-
τσαντίζομαι
-
συνεχίζομαι
)
Συνώνυμα
συνδέομαι
συσχετίζομαι
συνάπτω
3
Αντώνυμα
αποσυνδέομαι
διαχωρίζομαι
απομονώνομαι
3
Ορισμός
Να έχω σχέση ή σύνδεση με κάτι ή κάποιον.
Να συμμετέχω ή να εμπλέκομαι σε μια κατάσταση ή γεγονός.
2
Παραδείγματα
Το θέμα αυτό σχετίζεται άμεσα με την οικονομική κρίση.
Δεν θέλω να σχετίζομαι με ανθρώπους που δεν σέβονται τους άλλους.
2