1. Συνώνυμα
    • πληγωμένος
    • τραυματισμένος
    • κατεστραμμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • υγιής
    • αλώβητος
    • ανέπαφος
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει υποστεί τραύμα ή βλάβη
    • που έχει πληγωθεί σωματικά ή ψυχολογικά
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο τραυματισμένος στρατιώτης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
    • Μετά το ατύχημα, έμεινε βαριά τραυματισμένος.
    2