Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πειραγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
πεισμένος
-
χαραγμένος
-
ταραγμένος
-
πεπεισμένος
-
πεινασμένος
-
πεσμένος
-
πεταμένος
-
πεθαμένος
-
πνιγμένος
-
διαταραγμένος
-
προηγμένος
-
φτιαγμένος
-
περασμένος
)
Συνώνυμα
παραποιημένος
αλλοιωμένος
πλαστογραφημένος
3
Αντώνυμα
γνήσιος
αυθεντικός
αμόλυντος
3
Ορισμός
που έχει υποστεί αλλαγές ή επεμβάσεις, συνήθως με αρνητικό τρόπο
που δεν είναι πια στην αρχική του κατάσταση λόγω εξωτερικής επίδρασης
2
Παραδείγματα
Ο πειραγμένος δίσκος δεν λειτουργούσε σωστά.
Τα πειραγμένα έγγραφα οδήγησαν σε σύγχυση.
2