Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βλαμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
βαμμένος
-
θαμμένος
-
γραμμένος
-
αναμμένος
-
ξαναμμένος
-
στραμμένος
)
Συνώνυμα
ανόητος
χαζός
ηλίθιος
κουτός
4
Αντώνυμα
έξυπνος
ευφυής
οξυδερκής
συνετός
4
Ορισμός
Που στερείται νοημοσύνης ή κριτικής σκέψης.
Που δείχνει έλλειψη κοινής λογικής ή καλής κρίσης.
2
Παραδείγματα
Είναι βλαμμένος που πιστεύει σε όλα όσα ακούει.
Έκανε μια βλαμμένη κίνηση και τώρα έχει πρόβλημα.
2