1. Λέξη
    γδύνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: λύνομαι - χύνομαι - γίνομαι - ντύνομαι - αμύνομαι - ευθύνομαι - μολύνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ξεγδύνω
    • απογυμνώνω
    • αποκαλύπτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ντύνω
    • καλύπτω
    • φοράω
    3
  4. Ορισμός
    • Αφαιρώ τα ρούχα από κάποιον ή από τον εαυτό μου.
    • Εκθέτω κάτι που ήταν κρυμμένο ή προστατευμένο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πατέρας γδύθηκε πριν μπει στη θάλασσα.
    • Οι ερευνητές γδύνουν τα μυστικά της αρχαίας πόλης.
    2