Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γδύνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
λύνομαι
-
χύνομαι
-
γίνομαι
-
ντύνομαι
-
αμύνομαι
-
ευθύνομαι
-
μολύνομαι
)
Συνώνυμα
ξεγδύνω
απογυμνώνω
αποκαλύπτω
3
Αντώνυμα
ντύνω
καλύπτω
φοράω
3
Ορισμός
Αφαιρώ τα ρούχα από κάποιον ή από τον εαυτό μου.
Εκθέτω κάτι που ήταν κρυμμένο ή προστατευμένο.
2
Παραδείγματα
Ο πατέρας γδύθηκε πριν μπει στη θάλασσα.
Οι ερευνητές γδύνουν τα μυστικά της αρχαίας πόλης.
2