1. Συνώνυμα
    • ξεχύνομαι
    • εκχέομαι
    • χύνω
    • διαχέομαι
    4
  2. Αντώνυμα
    • συγκεντρώνομαι
    • μαζεύομαι
    • συλλέγομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να εκρέει ή να διασκορπίζεται ένα υγρό ή μια ουσία.
    • Να εκδηλώνομαι με ένταση και χωρίς περιορισμούς.
    • Να διαδίδομαι σε μεγάλη έκταση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το νερό χύνεται από τη βρύση.
    • Ο κόσμος χύθηκε στους δρόμους για να γιορτάσει.
    • Το φως χύνεται στο δωμάτιο από το παράθυρο.
    3