Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χύνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
λύνομαι
-
χώνομαι
-
χάνομαι
-
γδύνομαι
-
ντύνομαι
-
αμύνομαι
-
ευθύνομαι
-
μολύνομαι
)
Συνώνυμα
ξεχύνομαι
εκχέομαι
χύνω
διαχέομαι
4
Αντώνυμα
συγκεντρώνομαι
μαζεύομαι
συλλέγομαι
3
Ορισμός
Να εκρέει ή να διασκορπίζεται ένα υγρό ή μια ουσία.
Να εκδηλώνομαι με ένταση και χωρίς περιορισμούς.
Να διαδίδομαι σε μεγάλη έκταση.
3
Παραδείγματα
Το νερό χύνεται από τη βρύση.
Ο κόσμος χύθηκε στους δρόμους για να γιορτάσει.
Το φως χύνεται στο δωμάτιο από το παράθυρο.
3