Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αμύνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
λύνομαι
-
χύνομαι
-
απευθύνομαι
-
ντύνομαι
-
γδύνομαι
-
αφήνομαι
-
απομακρύνομαι
-
ευθύνομαι
-
μολύνομαι
-
αγχώνομαι
-
απλώνομαι
-
αθωώνομαι
-
αυξάνομαι
)
Συνώνυμα
προστατεύομαι
αντιδρώ
αμύνω
3
Αντώνυμα
επιτίθεμαι
προκαλώ
2
Ορισμός
να προστατεύω τον εαυτό μου από κάποιον που με απειλεί ή με ενοχλεί
να αντιδρώ σε μια επίθεση ή απειλή
2
Παραδείγματα
Όταν με επιτέθηκε, αμύνθηκα για να προστατευτώ.
Ο στρατός αμύνθηκε κατά της εισβολής.
2