Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γίνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
απογίνομαι
-
δίνομαι
-
ξαναγίνομαι
-
γδύνομαι
-
μαίνομαι
-
κρίνομαι
-
φαίνομαι
-
κλείνομαι
-
σιχαίνομαι
-
εγκρίνομαι
-
ξεραίνομαι
-
ξηραίνομαι
-
μαθαίνομαι
-
εκτείνομαι
)
Συνώνυμα
μεταβάλλομαι
εξελίσσομαι
αλλάζω
3
Αντώνυμα
παραμένω
σταθεροποιούμαι
2
Ορισμός
Να υποβάλλομαι σε αλλαγή ή μεταμόρφωση.
Να λαμβάνω χώρα ή να συμβαίνω.
Να αποκτώ μια συγκεκριμένη ιδιότητα ή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Ο καιρός γίνεται πιο κρύος το βράδυ.
Η συνάντηση θα γίνει αύριο στις 10 π.μ.
Μετά την εκπαίδευση, έγινε ένας άριστος επαγγελματίας.
3