Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λύνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
μολύνομαι
-
χύνομαι
-
αμύνομαι
-
γδύνομαι
-
ντύνομαι
-
λερώνομαι
-
ευθύνομαι
-
λαμβάνομαι
)
Συνώνυμα
απολύομαι
ελευθερώνομαι
ξεμπλέκομαι
3
Αντώνυμα
δεσμεύομαι
περιορίζομαι
εγκλωβίζομαι
3
Ορισμός
Αποκτώ την ελευθερία μου ή απαλλαγή από κάποια υποχρέωση ή κατάσταση.
Εξασφαλίζω την απελευθέρωσή μου από κάποια φυλακή ή περιορισμό.
Απαλλάσσομαι από κάποια δυσάρεστη ή επώδυνη κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Μετά από χρόνια φυλάκισης, τελικά λύθηκα.
Όταν πληρώσαμε το χρέος μας, λυθήκαμε από μια μεγάλη αγωνία.
Ο αθώος άνθρωπος λύθηκε από όλες τις κατηγορίες.
3