Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκονισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σκισμένος
-
συντονισμένος
-
συγκλονισμένος
-
κανονισμένος
-
σκασμένος
-
δαιμονισμένος
-
σκουριασμένος
-
σφραγισμένος
-
βασανισμένος
-
συνηθισμένος
-
σοκαρισμένος
-
σπασμένος
-
χτισμένος
-
πεισμένος
-
εθισμένος
-
ορισμένος
-
εξαφανισμένος
-
ζαλισμένος
-
χωρισμένος
-
φοβισμένος
-
οργισμένος
-
ραγισμένος
-
βασισμένος
-
κλεισμένος
-
οπλισμένος
-
φημισμένος
)
Συνώνυμα
βρομισμένος
μολυσμένος
ρυπαρός
3
Αντώνυμα
καθαρός
απολυμασμένος
στίλβος
3
Ορισμός
Καλυμμένος με σκόνη ή βρωμιά.
Που έχει χάσει τη λάμψη ή τη φρεσκάδα του λόγω της σκόνης ή της βρωμιάς.
2
Παραδείγματα
Το παλιό βιβλίο ήταν σκονισμένο από τα χρόνια που είχε μείνει στο ράφι.
Οι σκονισμένες μάρμαρες του μνημείου χρειάζονταν καθάρισμα.
2