1. Συνώνυμα
    • βρομισμένος
    • μολυσμένος
    • ρυπαρός
    3
  2. Αντώνυμα
    • καθαρός
    • απολυμασμένος
    • στίλβος
    3
  3. Ορισμός
    • Καλυμμένος με σκόνη ή βρωμιά.
    • Που έχει χάσει τη λάμψη ή τη φρεσκάδα του λόγω της σκόνης ή της βρωμιάς.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Το παλιό βιβλίο ήταν σκονισμένο από τα χρόνια που είχε μείνει στο ράφι.
    • Οι σκονισμένες μάρμαρες του μνημείου χρειάζονταν καθάρισμα.
    2