Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατεψυγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
κατεψυγμένο
-
κατειλημμένος
-
καμένος
-
κατεστραμμένος
-
καταραμένος
-
καημένος
-
κατοικημένος
)
Συνώνυμα
παγωμένος
ψυχρός
κρύος
3
Αντώνυμα
ζεστός
θερμός
φρέσκος
3
Ορισμός
Ό,τι έχει υποστεί κατάψυξη και διατηρείται σε χαμηλή θερμοκρασία.
Ό,τι έχει χαρακτήρα ψυχρό ή ασυναισθητοποιημένο.
2
Παραδείγματα
Ο κατεψυγμένος καφές είναι ιδανικός για το καλοκαίρι.
Της έδωσε μια κατεψυγμένη ματιά και έφυγε χωρίς να πει τίποτα.
2