Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατειλημμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προκατειλημμένος
-
κατεστραμμένος
-
κατεψυγμένος
-
καλυμμένος
-
καμένος
-
καταραμένος
-
καταγεγραμμένος
-
καημένος
)
Συνώνυμα
καταλαμβανόμενος
πιασμένος
κρατούμενος
3
Αντώνυμα
ελεύθερος
αδέσμευτος
απελευθερωμένος
3
Ορισμός
Που έχει συλληφθεί ή έχει περιοριστεί η ελευθερία του.
Που έχει καταληφθεί από κάποιο συναίσθημα ή ιδέα.
2
Παραδείγματα
Ο ύποπτος ήταν κατειλημμένος από την αστυνομία.
Ήταν κατειλημμένος από το θυμό του και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
2