1. Συνώνυμα
    • καταλαμβανόμενος
    • πιασμένος
    • κρατούμενος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ελεύθερος
    • αδέσμευτος
    • απελευθερωμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει συλληφθεί ή έχει περιοριστεί η ελευθερία του.
    • Που έχει καταληφθεί από κάποιο συναίσθημα ή ιδέα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο ύποπτος ήταν κατειλημμένος από την αστυνομία.
    • Ήταν κατειλημμένος από το θυμό του και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
    2