Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χτυπήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
χτυπήσουν
-
κτυπήσω
-
ξαναχτυπήσω
-
χτυπώ
-
χτυπήθηκα
-
χτυπάω
)
Συνώνυμα
χτυπώ
κτυπώ
χτυπάω
κτυπάω
4
Αντώνυμα
χαλαρώνω
ηρεμώ
2
Ορισμός
Να προκαλώ ή να δέχομαι ένα φυσικό χτύπημα.
Να προκαλώ ήχο με χτύπημα.
Να κάνω κάτι με βία ή ένταση.
3
Παραδείγματα
Θα χτυπήσω την πόρτα αν δεν ανοίξεις.
Ο καφές χτύπησε το τραπέζι και χύθηκε.
Οι καμπάνες χτυπούν τα μεσάνυχτα.
3