1. Λέξη
    μπλοκ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπλοκάρω - μπλουμ - μπλογκ - μπλούζα - μπλοκάρισμα - μπλοκάρουμε - μπλε - μπλα - μπλοφάρω)
  2. Συνώνυμα
    • αποκλεισμός
    • φραγή
    • εμπόδιο
    3
  3. Αντώνυμα
    • άνοιγμα
    • ελευθερία
    • προσβασιμότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Μια κατάσταση όπου η πρόσβαση σε κάτι εμποδίζεται.
    • Ένα φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο που εμποδίζει την κίνηση ή τη ροή.
    • Στη πληροφορική, μια κατάσταση όπου ένα σύστημα ή μια διαδικασία δεν μπορεί να συνεχιστεί.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το μπλοκ στο δρόμο προκλήθηκε λόγω της χιονόπτωσης.
    • Ο χρήστης έλαβε μπλοκ στο λογαριασμό του λόγω παραβίασης των όρων χρήσης.
    • Η οικοδόμηση ενός μπλοκ στην πορεία του ποταμού βοήθησε στη δημιουργία τεχνητής λίμνης.
    3