Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξιπασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σπασμένος
-
ξεχασμένος
-
ξεπερασμένος
-
σκασμένος
-
διχασμένος
-
χαλασμένος
-
διψασμένος
-
περασμένος
-
κουρασμένος
-
πεινασμένος
-
λανθασμένος
-
παθιασμένος
-
κρεμασμένος
-
φαντασμένος
-
αηδιασμένος
-
λυσσασμένος
)
Συνώνυμα
μεθυσμένος
ζαλισμένος
μπουκωμένος
3
Αντώνυμα
νήφων
ξέπλυτος
ξεκούραστος
3
Ορισμός
Αυτός που έχει καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ και βρίσκεται σε κατάσταση μέθης.
Αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης ή ζάλης λόγω εξωτερικών παραγόντων.
2
Παραδείγματα
Ο άνδρας ήταν τόσο ξιπασμένος που δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος.
Μετά από τόσες ώρες δουλειάς, ένιωθα ξιπασμένος και χρειαζόμουν ξεκούραση.
2