1. Συνώνυμα
    • μεθυσμένος
    • ζαλισμένος
    • μπουκωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • νήφων
    • ξέπλυτος
    • ξεκούραστος
    3
  3. Ορισμός
    • Αυτός που έχει καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ και βρίσκεται σε κατάσταση μέθης.
    • Αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης ή ζάλης λόγω εξωτερικών παραγόντων.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο άνδρας ήταν τόσο ξιπασμένος που δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος.
    • Μετά από τόσες ώρες δουλειάς, ένιωθα ξιπασμένος και χρειαζόμουν ξεκούραση.
    2