1. Συνώνυμα
    • εξελισσόμενος
    • προχωρητικός
    • αναπτυσσόμενος
    3
  2. Αντώνυμα
    • οπισθοδρομικός
    • συντηρητικός
    • στατικός
    3
  3. Ορισμός
    • που προοδεύει ή συμβάλλει στην πρόοδο
    • που χαρακτηρίζεται από εξέλιξη ή βελτίωση
    • που υποστηρίζει κοινωνικές ή πολιτικές αλλαγές προς το καλύτερο
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η προοδευτική πολιτική του κόμματος έδωσε νέες ευκαιρίες στους νέους.
    • Μια προοδευτική κοινωνία βασίζεται στην ισότητα και τη δικαιοσύνη.
    • Ο προοδευτικός τρόπος σκέψης του τον βοήθησε να επιτύχει τους στόχους του.
    3