Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προοδευτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
προστατευτικός
-
προσεχτικός
-
προσθετικός
-
προσεκτικός
-
προληπτικός
-
προκλητικός
-
προσβλητικός
-
πρακτικός
-
πρωκτικός
)
Συνώνυμα
εξελισσόμενος
προχωρητικός
αναπτυσσόμενος
3
Αντώνυμα
οπισθοδρομικός
συντηρητικός
στατικός
3
Ορισμός
που προοδεύει ή συμβάλλει στην πρόοδο
που χαρακτηρίζεται από εξέλιξη ή βελτίωση
που υποστηρίζει κοινωνικές ή πολιτικές αλλαγές προς το καλύτερο
3
Παραδείγματα
Η προοδευτική πολιτική του κόμματος έδωσε νέες ευκαιρίες στους νέους.
Μια προοδευτική κοινωνία βασίζεται στην ισότητα και τη δικαιοσύνη.
Ο προοδευτικός τρόπος σκέψης του τον βοήθησε να επιτύχει τους στόχους του.
3