1. Συνώνυμα
    • προγνωστικός
    • προοπτικός
    • προβλεπτικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • απρόβλεπτος
    • απροσδόκητος
    • απροετοίμαστος
    3
  3. Ορισμός
    • που προλαμβάνει ή προβλέπει κάτι πριν από την επίσημη έναρξή του
    • που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα πρόβλεψης
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο προληπτικός γιατρός συνέστησε νωρίς τα εμβόλια.
    • Η προληπτική συντήρηση του αυτοκινήτου αποφεύγει μελλοντικά προβλήματα.
    2