Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προληπτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
προσεχτικός
-
προσθετικός
-
προσεκτικός
-
προκλητικός
-
προσβλητικός
-
προοδευτικός
-
πρακτικός
-
πρωκτικός
-
προβληματικός
-
προφορικός
-
προσωπικός
-
προεδρικός
)
Συνώνυμα
προγνωστικός
προοπτικός
προβλεπτικός
3
Αντώνυμα
απρόβλεπτος
απροσδόκητος
απροετοίμαστος
3
Ορισμός
που προλαμβάνει ή προβλέπει κάτι πριν από την επίσημη έναρξή του
που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα πρόβλεψης
2
Παραδείγματα
Ο προληπτικός γιατρός συνέστησε νωρίς τα εμβόλια.
Η προληπτική συντήρηση του αυτοκινήτου αποφεύγει μελλοντικά προβλήματα.
2