Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσθετικός (επίθετο) - (παρόμοια:
προσεχτικός
-
προσεκτικός
-
προσβλητικός
-
προσωπικός
-
θετικός
-
προστατευτικός
-
προληπτικός
-
προκλητικός
-
προοδευτικός
-
πρακτικός
-
πρωκτικός
-
προβληματικός
-
προφορικός
-
υποθετικός
-
προεδρικός
-
συνθετικός
-
επιθετικός
)
Συνώνυμα
συμπληρωματικός
επιπρόσθετος
πρόσθετος
3
Αντώνυμα
αφαιρετικός
μειωτικός
2
Ορισμός
που προστίθεται ή προορίζεται να προστεθεί σε κάτι άλλο
που συμβάλλει στην αύξηση ή την επέκταση
2
Παραδείγματα
Ο προσθετικός φακός βελτιώνει την όραση.
Η προσθετική θεραπεία περιλαμβάνει βιταμίνες και μέταλλα.
2