Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ολιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ολικός
-
οριστικός
-
βαλλιστικός
-
ρεαλιστικός
-
ασφαλιστικός
-
πολιτιστικός
-
εθιστικός
-
πειστικός
-
λογιστικός
-
χαριστικός
-
σεξιστικός
-
εγωιστικός
-
ναζιστικός
-
εξευτελιστικός
-
οπτικός
-
ωστικός
-
αστικός
-
ουσιαστικός
-
τουριστικός
-
αγωνιστικός
-
βομβιστικός
-
στατιστικός
-
ρατσιστικός
-
ερεθιστικός
-
μυστικός
-
σοκαριστικός
-
βασανιστικός
-
καθοριστικός
-
εξοργιστικός
-
απελπιστικός
)
Συνώνυμα
ολοκληρωτικός
συνολικός
εμπεριστατωμένος
3
Αντώνυμα
μερικός
επιφανειακός
ατελής
3
Ορισμός
που αφορά ή χαρακτηρίζεται από την εξέταση ή την αντιμετώπιση ενός θέματος ως ενιαίου συνόλου
που λαμβάνει υπόψη όλες τις πτυχές ή τους παράγοντες ενός προβλήματος ή μιας κατάστασης
2
Παραδείγματα
Μια ολιστική προσέγγιση της υγείας λαμβάνει υπόψη τόσο το σώμα όσο και το μυαλό.
Η ολιστική εκπαίδευση εστιάζει στην ανάπτυξη όλων των πλευρών του παιδιού.
2