Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπληρωματικός (επίθετο) - (παρόμοια:
συμπτωματικός
-
αναπληρωματικός
-
σωματικός
-
αρωματικός
-
συμβατικός
-
συστηματικός
-
συμπαθητικός
-
συμπονετικός
-
συνταγματικός
)
Συνώνυμα
επιπρόσθετος
πρόσθετος
συμπληρωτικός
3
Αντώνυμα
βασικός
κύριος
απαραίτητος
3
Ορισμός
που συμπληρώνει ή ολοκληρώνει κάτι
που προστίθεται σε κάτι άλλο για να το ολοκληρώσει ή να το βελτιώσει
2
Παραδείγματα
Ο συμπληρωματικός ρόλος του ηθοποιού ήταν σημαντικός για την πλοκή της ταινίας.
Η συμπληρωματική ασφάλιση καλύπτει έξοδα που δεν περιλαμβάνει το βασικό ασφαλιστικό πακέτο.
2