Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβολικός (επίθετο) - (παρόμοια:
συνολικός
-
συμβατικός
-
βολικός
-
συμβολή
-
σχολικός
-
συμβολίζω
-
ολικός
-
διαβολικός
-
συμφωνικός
-
πολικός
-
υπερβολικός
)
Συνώνυμα
εικονικός
αλληγορικός
τυπικός
εμβληματικός
4
Αντώνυμα
πραγματικός
άμεσος
κυριολεκτικός
3
Ορισμός
που χρησιμοποιεί σύμβολα ή αναφέρεται σε αυτά
που εκφράζει ή αντιπροσωπεύει μια ιδέα ή έννοια μέσω συμβόλων
που έχει μια βαθύτερη ή πιο γενική σημασία πέρα από την άμεση εμφάνισή του
3
Παραδείγματα
Η ελιά είναι συμβολική για την ειρήνη.
Η τελετή ήταν καθαρά συμβολική, χωρίς πραγματικές συνέπειες.
Ο συμβολικός ρόλος του βασιλιά στην σύγχρονη δημοκρατία.
3