1. Συνώνυμα
    • πληγώνομαι
    • τραυματίζω
    • βλάπτομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • θεραπεύομαι
    • γιατρεύομαι
    • αναρρώνω
    3
  3. Ορισμός
    • Να υποστώ τραυματισμό, να πάθω κάποια βλάβη στο σώμα μου.
    • Να βλάπτομαι ψυχολογικά ή συναισθηματικά.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Τραυματίστηκε σοβαρά στο ατύχημα.
    • Τραυματίστηκε ψυχολογικά από τις κακές εμπειρίες του.
    2