Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τραυματίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
τραυματίζω
-
τερματίζομαι
-
τραυματίας
-
σχηματίζομαι
-
ταυτίζομαι
-
τραυματικός
-
τσαντίζομαι
-
διαδραματίζομαι
-
χτίζομαι
)
Συνώνυμα
πληγώνομαι
τραυματίζω
βλάπτομαι
3
Αντώνυμα
θεραπεύομαι
γιατρεύομαι
αναρρώνω
3
Ορισμός
Να υποστώ τραυματισμό, να πάθω κάποια βλάβη στο σώμα μου.
Να βλάπτομαι ψυχολογικά ή συναισθηματικά.
2
Παραδείγματα
Τραυματίστηκε σοβαρά στο ατύχημα.
Τραυματίστηκε ψυχολογικά από τις κακές εμπειρίες του.
2