Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φορτωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
φορτισμένος
-
ματωμένος
-
τεντωμένος
-
τσιτωμένος
-
φοβισμένος
-
χωμένος
-
χαριτωμένος
)
Συνώνυμα
γεμάτος
φορτισμένος
πλήρης
3
Αντώνυμα
άδειος
ελαφρός
ξεφορτωμένος
3
Ορισμός
Που έχει φορτωθεί ή γεμιστεί με κάτι.
Που έχει μεγάλο βάρος, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
Που περιέχει ή μεταφέρει μεγάλη ποσότητα ή πολύ υλικό.
3
Παραδείγματα
Το φορτηγό ήταν πολύ φορτωμένο και κινούνταν αργά.
Μετά τις εξετάσεις, ένιωθα πνευματικά φορτωμένος.
Ο δίσκος ήταν φορτωμένος με πολλά αρχεία.
3