1. Συνώνυμα
    • γεμάτος
    • φορτισμένος
    • πλήρης
    3
  2. Αντώνυμα
    • άδειος
    • ελαφρός
    • ξεφορτωμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει φορτωθεί ή γεμιστεί με κάτι.
    • Που έχει μεγάλο βάρος, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
    • Που περιέχει ή μεταφέρει μεγάλη ποσότητα ή πολύ υλικό.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το φορτηγό ήταν πολύ φορτωμένο και κινούνταν αργά.
    • Μετά τις εξετάσεις, ένιωθα πνευματικά φορτωμένος.
    • Ο δίσκος ήταν φορτωμένος με πολλά αρχεία.
    3