Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφοσιώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αφοσιώνω
-
αφήνομαι
-
απογειώνομαι
-
αθωώνομαι
-
αγχώνομαι
-
μειώνομαι
-
απλώνομαι
-
ακυρώνομαι
)
Συνώνυμα
αφιερώνομαι
εξασφαλίζω
προσέχω
3
Αντώνυμα
αμελώ
παραμελώ
αδιαφορώ
3
Ορισμός
Επικεντρώνομαι σε κάτι με μεγάλη προσοχή και αφοσίωση.
Αφιερώνω χρόνο και προσπάθεια σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή στόχο.
2
Παραδείγματα
Αφοσιώνομαι στη μελέτη μου για να πετύχω τους στόχους μου.
Ο καθηγητής αφοσιώθηκε στη διδασκαλία του και βοήθησε πολλούς μαθητές.
2