Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαβητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
διανοητικός
-
διακοσμητικός
-
διαβολικός
-
διοικητικός
-
διακριτικός
-
δικός
-
διαφορετικός
-
διαγνωστικός
-
διαδικαστικός
-
διαχωριστικός
-
διαφωτιστικός
-
διαφημιστικός
-
διορατικός
-
δικαστικός
-
διασκεδαστικός
-
δυτικός
-
διαστημικός
-
διατροφικός
-
διστακτικός
-
διεγερτικός
)
Συνώνυμα
ζαχαροδιαβητικός
γλυκαιμικός
2
Αντώνυμα
υγιής
μη διαβητικός
2
Ορισμός
Που σχετίζεται με τον διαβήτη ή προκαλείται από αυτόν.
Που πάσχει από διαβήτη.
2
Παραδείγματα
Ο ασθενής είναι διαβητικός και πρέπει να ελέγχει τακτικά τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα του.
Η διαβητική δίαιτα είναι σημαντική για τη διαχείριση της νόσου.
2