Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διανοητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
διανοητικά
-
διαβητικός
-
διακοσμητικός
-
διακριτικός
-
διοικητικός
-
διαφορετικός
-
διαγνωστικός
-
δικός
-
διαφωτιστικός
-
διαφημιστικός
-
διαχωριστικός
-
διαδικαστικός
-
διορατικός
-
δικαστικός
-
διαβολικός
)
Συνώνυμα
πνευματικός
διανοούμενος
εγκεφαλικός
3
Αντώνυμα
σωματικός
υλικός
αισθητός
3
Ορισμός
Σχετικός με τη διάνοια ή τη νόηση.
Αφορά τη διαδικασία της σκέψης και της κατανόησης.
Που χαρακτηρίζεται από υψηλή νοητική ικανότητα ή ευφυΐα.
3
Παραδείγματα
Οι διανοητικές ασκήσεις βοηθούν στην ενίσχυση της μνήμης.
Η διανοητική ευελιξία είναι σημαντική για την επίλυση προβλημάτων.
Έχει εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες.
3