1. Συνώνυμα
    • ξυρίζω
    • ξυρίζομαι
    • ξυρίζεμαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • αφήνω τα γένια
    • αφήνω το γένι
    2
  3. Ορισμός
    • Αφαιρώ τα τρίχωμα από το πρόσωπο ή το σώμα με ξυράφι ή άλλο παρόμοιο εργαλείο.
    • Καθαρίζω ή λειαίνω μια επιφάνεια με ξυράφι ή άλλο εργαλείο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Κάθε πρωί ξυρίζομαι πριν πάω στη δουλειά.
    • Ο γιατρός του είπε να ξυριστεί πριν την εγχείρηση.
    2