1. Συνώνυμα
    • διαβεβαιώνω
    • υποστηρίζω
    • προβάλλω
    3
  2. Αντώνυμα
    • αρνούμαι
    • απορρίπτω
    • αμφισβητώ
    3
  3. Ορισμός
    • Εκφράζω με σιγουριά μια άποψη ή μια θέση, συχνά χωρίς να έχω αποδείξεις.
    • Δηλώνω κάτι ως αληθινό ή σωστό, χωρίς απαραίτητα να το αποδεικνύω.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο πολιτικός ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση έχει κάνει σημαντική πρόοδο στην οικονομία.
    • Ισχυρίζεται ότι είδε κάτι ασυνήθιστο στον ουρανό, αλλά κανείς δεν τον πιστεύει.
    2