Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ισχυρίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ξυρίζομαι
-
μυρίζομαι
-
ορίζομαι
-
εκνευρίζομαι
-
χωρίζομαι
-
ζορίζομαι
-
γνωρίζομαι
-
διορίζομαι
-
χειρίζομαι
-
στηρίζομαι
)
Συνώνυμα
διαβεβαιώνω
υποστηρίζω
προβάλλω
3
Αντώνυμα
αρνούμαι
απορρίπτω
αμφισβητώ
3
Ορισμός
Εκφράζω με σιγουριά μια άποψη ή μια θέση, συχνά χωρίς να έχω αποδείξεις.
Δηλώνω κάτι ως αληθινό ή σωστό, χωρίς απαραίτητα να το αποδεικνύω.
2
Παραδείγματα
Ο πολιτικός ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση έχει κάνει σημαντική πρόοδο στην οικονομία.
Ισχυρίζεται ότι είδε κάτι ασυνήθιστο στον ουρανό, αλλά κανείς δεν τον πιστεύει.
2