Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ωστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αστικός
-
μυστικός
-
διαγνωστικός
-
πιεστικός
-
σπαστικός
-
γευστικός
-
εθιστικός
-
πειστικός
-
πλαστικός
-
οριστικός
-
βιαστικός
-
ολιστικός
-
δραστικός
-
δικαστικός
-
περαστικός
-
ναζιστικός
-
σεξιστικός
-
μεθυστικός
-
ακουστικός
-
εγωιστικός
-
λογιστικός
-
ελκυστικός
-
χαριστικός
)
Συνώνυμα
συμπιεστικός
πιεστικός
συντριπτικός
3
Αντώνυμα
χαλαρός
ανακουφιστικός
αποσυμπιεστικός
3
Ορισμός
Που ασκεί πίεση ή συμπίεση.
Που προκαλεί συμπίεση ή πίεση.
Που χαρακτηρίζεται από έντονη πίεση.
3
Παραδείγματα
Ο ωστικός αέρας του ανεμιστήρα ήταν δροσερός.
Η ωστική δύναμη του νερού έσπασε το φράγμα.
Το ωστικό κύμα της έκρηξης προκάλεσε ζημιές.
3