1. Συνώνυμα
    • συμπιεστικός
    • πιεστικός
    • συντριπτικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • χαλαρός
    • ανακουφιστικός
    • αποσυμπιεστικός
    3
  3. Ορισμός
    • Που ασκεί πίεση ή συμπίεση.
    • Που προκαλεί συμπίεση ή πίεση.
    • Που χαρακτηρίζεται από έντονη πίεση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο ωστικός αέρας του ανεμιστήρα ήταν δροσερός.
    • Η ωστική δύναμη του νερού έσπασε το φράγμα.
    • Το ωστικό κύμα της έκρηξης προκάλεσε ζημιές.
    3