1. Συνώνυμα
    • εσφαλμένος
    • ανακριβής
    • λανθασμένος
    • παραπλανητικός
    4
  2. Αντώνυμα
    • σωστός
    • ακριβής
    • ορθός
    • αλάνθαστος
    4
  3. Ορισμός
    • που περιέχει λάθος ή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα
    • που βασίζεται σε εσφαλμένη αντίληψη ή γνώση
    • που οδηγεί σε παρανόηση ή λανθασμένη εκτίμηση
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η λανθασμένη απάντηση στο τεστ του κόστισε πολλούς βαθμούς.
    • Έκανε μια λανθασμένη κίνηση που οδήγησε σε σύγχυση.
    • Οι λανθασμένες πληροφορίες δημιούργησαν προβλήματα στην έρευνα.
    3