Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λανθασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
λυσσασμένος
-
σκασμένος
-
σπασμένος
-
χαλασμένος
-
διψασμένος
-
ξεχασμένος
-
περασμένος
-
διχασμένος
-
ξιπασμένος
-
λατρεμένος
)
Συνώνυμα
εσφαλμένος
ανακριβής
λανθασμένος
παραπλανητικός
4
Αντώνυμα
σωστός
ακριβής
ορθός
αλάνθαστος
4
Ορισμός
που περιέχει λάθος ή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα
που βασίζεται σε εσφαλμένη αντίληψη ή γνώση
που οδηγεί σε παρανόηση ή λανθασμένη εκτίμηση
3
Παραδείγματα
Η λανθασμένη απάντηση στο τεστ του κόστισε πολλούς βαθμούς.
Έκανε μια λανθασμένη κίνηση που οδήγησε σε σύγχυση.
Οι λανθασμένες πληροφορίες δημιούργησαν προβλήματα στην έρευνα.
3