Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διχασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
διψασμένος
-
ξεχασμένος
-
σπασμένος
-
σκασμένος
-
ξιπασμένος
-
διαλυμένος
-
χαλασμένος
-
περασμένος
-
δεμένος
-
λανθασμένος
-
παθιασμένος
-
κρεμασμένος
-
κουρασμένος
-
πεινασμένος
-
διαολεμένος
-
αηδιασμένος
-
λυσσασμένος
-
φαντασμένος
)
Συνώνυμα
σχισμένος
διαιρεμένος
κατακερματισμένος
3
Αντώνυμα
ενωμένος
ομοψυχος
συμφωνημένος
3
Ορισμός
που έχει χωριστεί σε δύο ή περισσότερα μέρη
που χαρακτηρίζεται από διαφωνία ή σύγκρουση
που δεν είναι ενιαίος ή συνεκτικός
3
Παραδείγματα
Η κοινότητα ήταν διχασμένη μετά την ανακοίνωση της απόφασης.
Ένα διχασμένο πνεύμα δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις.
2