1. Συνώνυμα
    • σχισμένος
    • διαιρεμένος
    • κατακερματισμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ενωμένος
    • ομοψυχος
    • συμφωνημένος
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει χωριστεί σε δύο ή περισσότερα μέρη
    • που χαρακτηρίζεται από διαφωνία ή σύγκρουση
    • που δεν είναι ενιαίος ή συνεκτικός
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η κοινότητα ήταν διχασμένη μετά την ανακοίνωση της απόφασης.
    • Ένα διχασμένο πνεύμα δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις.
    2