Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φρικαρισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σοκαρισμένος
-
μπλοκαρισμένος
-
ορισμένος
-
φημισμένος
-
φοβισμένος
-
χωρισμένος
-
στρεσαρισμένος
-
φορτισμένος
-
μαυρισμένος
)
Συνώνυμα
τρομαγμένος
φοβισμένος
αναστατωμένος
3
Αντώνυμα
ήρεμος
ατάραχος
χαλαρός
3
Ορισμός
Που έχει φρίξει, που έχει τρομάξει βαθιά.
Που προκαλεί φρίκη, τρόμο ή αηδία.
2
Παραδείγματα
Ήταν φρικαρισμένος όταν άκουσε τον θόρυβο στη νύχτα.
Η σκηνή του ατυχήματος ήταν φρικασμένη.
2