1. Συνώνυμα
    • τρομαγμένος
    • φοβισμένος
    • αναστατωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ήρεμος
    • ατάραχος
    • χαλαρός
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει φρίξει, που έχει τρομάξει βαθιά.
    • Που προκαλεί φρίκη, τρόμο ή αηδία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ήταν φρικαρισμένος όταν άκουσε τον θόρυβο στη νύχτα.
    • Η σκηνή του ατυχήματος ήταν φρικασμένη.
    2