1. Συνώνυμα
    • νεκρός
    • αποθανών
    • τεθνηκώς
    3
  2. Αντώνυμα
    • ζωντανός
    • εν ζωή
    2
  3. Ορισμός
    • που έχει χάσει τη ζωή του, που δεν ζει πλέον
    • που δεν λειτουργεί ή δεν υφίσταται πια
    • (μεταφορικά) που δεν δείχνει ζωή ή ενέργεια
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου είναι πεθαμένος εδώ και δέκα χρόνια.
    • Η μπαταρία του τηλεφώνου είναι πεθαμένη.
    • Το πάρτι ήταν πεθαμένο, δεν διασκέδαζε κανείς.
    3