Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πεθαμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
πεταμένος
-
πεσμένος
-
πεισμένος
-
περασμένος
-
πικραμένος
-
χαμένος
-
καμένος
-
πεινασμένος
-
πετυχημένος
-
πεπεισμένος
-
πειραγμένος
-
θαμμένος
-
πιωμένος
)
Συνώνυμα
νεκρός
αποθανών
τεθνηκώς
3
Αντώνυμα
ζωντανός
εν ζωή
2
Ορισμός
που έχει χάσει τη ζωή του, που δεν ζει πλέον
που δεν λειτουργεί ή δεν υφίσταται πια
(μεταφορικά) που δεν δείχνει ζωή ή ενέργεια
3
Παραδείγματα
Ο παππούς μου είναι πεθαμένος εδώ και δέκα χρόνια.
Η μπαταρία του τηλεφώνου είναι πεθαμένη.
Το πάρτι ήταν πεθαμένο, δεν διασκέδαζε κανείς.
3