1. Συνώνυμα
    • εξομοιώνομαι
    • ταυτοποιούμαι
    • συμπίπτω
    3
  2. Αντώνυμα
    • διαφοροποιούμαι
    • ξεχωρίζω
    • αντιτίθεμαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να γίνομαι το ίδιο με κάποιον ή κάτι άλλο, να έχω πλήρη ομοιότητα ή ταύτιση.
    • Να συμπίπτω σε χαρακτηριστικά, ιδιότητες ή γνώμη με κάποιον ή κάτι.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ταυτίζομαι με τις απόψεις του φίλου μου σε πολλά θέματα.
    • Ο χαρακτήρας της ταυτίζεται με τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος.
    2