Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ταυτίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
τσαντίζομαι
-
χτίζομαι
-
τερματίζομαι
-
ταράζομαι
-
τραυματίζομαι
-
σκοτίζομαι
-
τσακίζομαι
-
σχετίζομαι
)
Συνώνυμα
εξομοιώνομαι
ταυτοποιούμαι
συμπίπτω
3
Αντώνυμα
διαφοροποιούμαι
ξεχωρίζω
αντιτίθεμαι
3
Ορισμός
Να γίνομαι το ίδιο με κάποιον ή κάτι άλλο, να έχω πλήρη ομοιότητα ή ταύτιση.
Να συμπίπτω σε χαρακτηριστικά, ιδιότητες ή γνώμη με κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ταυτίζομαι με τις απόψεις του φίλου μου σε πολλά θέματα.
Ο χαρακτήρας της ταυτίζεται με τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος.
2