Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαφημιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
διαφωτιστικός
-
διαφημιστής
-
διαχωριστικός
-
διαφορετικός
-
διαγνωστικός
-
διαδικαστικός
-
δικαστικός
-
διαβητικός
-
διασκεδαστικός
-
διαστημικός
-
διανοητικός
-
διακριτικός
-
διστακτικός
)
Συνώνυμα
προωθητικός
διαφημιστικός
προβολικός
3
Αντώνυμα
αντιδιαφημιστικός
μη διαφημιστικός
2
Ορισμός
Σχετικός με τη διαφήμιση ή την προώθηση προϊόντων ή υπηρεσιών.
Που αποσκοπεί στην προβολή ή την προώθηση κάποιου προϊόντος, ιδέας ή υπηρεσίας.
2
Παραδείγματα
Η διαφημιστική καμπάνια ήταν πολύ επιτυχημένη και αύξησε τις πωλήσεις.
Ο διαφημιστικός σχεδιασμός έδωσε έμφαση στην καινοτομία.
2