Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσατισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
τσαντισμένος
-
τραυματισμένος
-
χτισμένος
-
φορτισμένος
-
αναθεματισμένος
-
πολιτισμένος
-
προβληματισμένος
-
εθισμένος
-
πεισμένος
-
σκισμένος
-
ορισμένος
-
προγραμματισμένος
-
ραγισμένος
-
τσιτωμένος
-
φημισμένος
-
κλεισμένος
-
βασισμένος
-
φοβισμένος
-
οπλισμένος
-
ζαλισμένος
-
χωρισμένος
-
οργισμένος
)
Συνώνυμα
εξοργισμένος
θυμωμένος
οργισμένος
3
Αντώνυμα
ήρεμος
χαλαρός
γλυκός
3
Ορισμός
Πολύ θυμωμένος ή εκνευρισμένος.
Αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έντονης οργής ή εκνευρισμού.
2
Παραδείγματα
Ο πατέρας ήταν τσατισμένος όταν έμαθε ότι ο γιος του έσπασε το παράθυρο.
Η τσατισμένη γυναίκα φώναζε στον οδηγό που της έκοψε τη διαδρομή.
2