Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φημισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
φοβισμένος
-
κοιμισμένος
-
φορτισμένος
-
φυλακισμένος
-
σκισμένος
-
εθισμένος
-
ορισμένος
-
πεισμένος
-
χτισμένος
-
φρικαρισμένος
-
ραγισμένος
-
κλεισμένος
-
βασισμένος
-
οπλισμένος
-
ζαλισμένος
-
χωρισμένος
-
οργισμένος
-
σκονισμένος
-
φαντασμένος
-
πεπεισμένος
-
μαυρισμένος
-
τσατισμένος
-
κερδισμένος
)
Συνώνυμα
διασημος
γνωστός
αξιοσημείωτος
3
Αντώνυμα
άγνωστος
αφανής
ασήμαντος
3
Ορισμός
που έχει αποκτήσει φήμη ή αναγνωρισιμότητα
που είναι ευρέως γνωστός για τις ικανότητες ή τα επιτεύγματά του
2
Παραδείγματα
Ο φημισμένος καλλιτέχνης έδωσε μια συναυλία που θυμόταν όλοι.
Αυτό το εστιατόριο είναι φημισμένο για τα νόστιμα φαγητά του.
2