Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πολιτισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
πολιτισμός
-
πεισμένος
-
χτισμένος
-
τσατισμένος
-
πεπεισμένος
-
φορτισμένος
-
πολιτική
-
πεσμένος
-
τσαντισμένος
-
πολιτιστικός
-
προικισμένος
-
προορισμένος
-
προβληματισμένος
-
ορισμένος
-
πολιτικός
-
πιεσμένος
-
πρησμένος
-
σκισμένος
-
εθισμένος
)
Συνώνυμα
μορφωμένος
εξελιγμένος
καλλιεργημένος
3
Αντώνυμα
αγροίκος
απολίτιστος
άξεστος
3
Ορισμός
Όχει καλή μόρφωση και καλλιέργεια.
Χαρακτηρίζεται από ευγένεια και καλούς τρόπους.
Ανήκει σε μια ανεπτυγμένη κοινωνία ή πολιτισμό.
3
Παραδείγματα
Ο πολιτισμένος άνθρωπος σέβεται τις διαφορετικές απόψεις.
Μια πολιτισμένη κοινωνία προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η συζήτηση ήταν πολιτισμένη και εποικοδομητική.
3