Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προκαθορισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προορισμένος
-
καθορισμένος
-
προικισμένος
-
ορισμένος
-
περιορισμένος
-
σοκαρισμένος
-
προκατειλημμένος
-
προβληματισμένος
-
πρησμένος
-
πεισμένος
-
προγραμματισμένος
)
Συνώνυμα
προκαθορισμένος
προκαθορισμένη
προκαθορισμένο
προκαθορισμένες
προκαθορισμένοι
προκαθορισμένα
6
Αντώνυμα
απροσδιόριστος
απροσδιόριστη
απροσδιόριστο
απροσδιόριστες
απροσδιόριστοι
απροσδιόριστα
6
Ορισμός
που έχει καθοριστεί εκ των προτέρων
που έχει οριστεί πριν από κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή χρονική στιγμή
που έχει προκαθοριστεί
3
Παραδείγματα
Η προκαθορισμένη διαδρομή μας περιλάμβανε μια στάση στο νησί.
Ο προκαθορισμένος προϋπολογισμός δεν επαρκούσε για τις ανάγκες του έργου.
Οι προκαθορισμένες ρυθμίσεις της συσκευής ήταν ικανοποιητικές για τους περισσότερους χρήστες.
3