1. Συνώνυμα
    • προκαθορισμένος
    • προκαθορισμένη
    • προκαθορισμένο
    • προκαθορισμένες
    • προκαθορισμένοι
    • προκαθορισμένα
    6
  2. Αντώνυμα
    • απροσδιόριστος
    • απροσδιόριστη
    • απροσδιόριστο
    • απροσδιόριστες
    • απροσδιόριστοι
    • απροσδιόριστα
    6
  3. Ορισμός
    • που έχει καθοριστεί εκ των προτέρων
    • που έχει οριστεί πριν από κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή χρονική στιγμή
    • που έχει προκαθοριστεί
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η προκαθορισμένη διαδρομή μας περιλάμβανε μια στάση στο νησί.
    • Ο προκαθορισμένος προϋπολογισμός δεν επαρκούσε για τις ανάγκες του έργου.
    • Οι προκαθορισμένες ρυθμίσεις της συσκευής ήταν ικανοποιητικές για τους περισσότερους χρήστες.
    3