1. Συνώνυμα
    • αποκοιμισμένος
    • νυσταγμένος
    • υπνηλός
    3
  2. Αντώνυμα
    • ξύπνιος
    • άγρυπνος
    • εγρηγορώς
    3
  3. Ορισμός
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου.
    • Που έχει αποκοιμηθεί ή έχει κοιμηθεί.
    • Που δείχνει έλλειψη ενέργειας ή ζωντάνιας.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το μωρό είναι κοιμισμένο στο κρεβάτι του.
    • Μετά από μια κουραστική μέρα, ένιωθα πολύ κοιμισμένος.
    • Ο κήπος φαίνεται κοιμισμένος το χειμώνα.
    3