Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοιμισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
φημισμένος
-
κλεισμένος
-
κερδισμένος
-
κουρασμένος
-
καθορισμένος
-
κανονισμένος
-
εθισμένος
-
χτισμένος
-
πεισμένος
-
ορισμένος
-
σκισμένος
-
βασισμένος
-
κολλημένος
-
οπλισμένος
-
ζαλισμένος
-
χωρισμένος
-
οργισμένος
-
ραγισμένος
-
καλεσμένος
-
φοβισμένος
)
Συνώνυμα
αποκοιμισμένος
νυσταγμένος
υπνηλός
3
Αντώνυμα
ξύπνιος
άγρυπνος
εγρηγορώς
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου.
Που έχει αποκοιμηθεί ή έχει κοιμηθεί.
Που δείχνει έλλειψη ενέργειας ή ζωντάνιας.
3
Παραδείγματα
Το μωρό είναι κοιμισμένο στο κρεβάτι του.
Μετά από μια κουραστική μέρα, ένιωθα πολύ κοιμισμένος.
Ο κήπος φαίνεται κοιμισμένος το χειμώνα.
3