Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ραγισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σφραγισμένος
-
οργισμένος
-
εξοργισμένος
-
πεισμένος
-
χτισμένος
-
εθισμένος
-
σκισμένος
-
ορισμένος
-
κλεισμένος
-
φημισμένος
-
βασισμένος
-
φοβισμένος
-
οπλισμένος
-
ζαλισμένος
-
χωρισμένος
-
τσατισμένος
-
κερδισμένος
-
μαυρισμένος
-
κοιμισμένος
-
πεπεισμένος
-
σκονισμένος
-
φορτισμένος
)
Συνώνυμα
σπασμένος
θρυμματισμένος
χαλασμένος
3
Αντώνυμα
άθικτος
ολόκληρος
ακέραιος
3
Ορισμός
που έχει υποστεί ρήξη ή θραύση
που δεν είναι πλέον ακέραιος ή συνεχής
που δείχνει σημάδια καταπόνησης ή φθοράς
3
Παραδείγματα
Ο ραγισμένος καθρέφτης έπρεπε να αντικατασταθεί.
Η ραγισμένη καρδιά του δεν μπορούσε να επουλωθεί εύκολα.
Ο δρόμος ήταν γεμάτος ραγισμένο πλακάκια.
3